ὡραπολεῖν

ὡραπολεῖν
ὡραπολεῖν· κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἑκάστου ἔτους ἀναπολεῖν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωραπολώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) (το απρμφ. ενεστ.) ὡραπολεῑν «κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἑκάστου ἔτους ἀναπολεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + πολῶ (< πόλος < πέλω, ομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ὀνειρο πολῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”